ιονοθεραπεία

ιονοθεραπεία
η
η ιοντοθεραπεία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιονοθεραπεία — ἡ η ιοντοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιοντοφορά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”